- υπεροχώ
- -έω, Α [ὑπεροχή]κρατώ ψηλά, υποστηρίζω («μηροῡ κεφαλὴ ὑπεροχοῡσα τὸ ὕπερθεν τοῡ σώματος», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ὑπερόχῳ — Ὑπέροχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερόχῳ — ὑπέροχος prominent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερόχησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπεροχῶ] (σχετικά με οίκημα) ο πρόδομος … Dictionary of Greek